ΠΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΙΟ
ΤΟ ΠΑΛΙΟΠΑΛΙΚΑΡΟ
Τα χέρια του αδρά και ροζιασμένα απ' τον κασμά και τ' αλέτρι. Το πρόσωπό του, ρυτιδωμένο και ξεροψημένο απ' τις κάψες του και τις στέρησες.
Το ένα του πόδι με μια ουλή, σημάδι λευτεριάς απ' το σαράντα και τ' άλλο πονεμένο και μελανό απ' τα κρυοπαγήματα στο Γράμμο και το Βίτσι...
Κάθεται σ' ένα μισοσαπισμένο κούτσουρο βελανιδιάς, ακουμπώντας την πλάτη του στο αγκωνάρι του σπιτιού του.
Με τ' αριστερό του χέρι μαδάει το μπάλωμα του αποφοριού παντελονιού του, που του το 'στειλε ένας απ' τους γιούς του απ' την ξενιτιά και με τ' άλλο κρατάει τη σκιζαρένια του μαγκούρα τη γυαλιστερή - που κάθε χρόνο την άλειφε με γουρουνίσιο ξίγκι σαν έσφαζε - και σγαρλάει το χώμα σκεφτικός.
Έχει αναπετάρι ένα παλιό με τριμμένα μανίκια παλτό - δωρεά κι αυτό κάποιου - που κάθε τόσο, αφήνει τη μαγκούρα στα γόνατά του και το τραβάει με το δεξί του χέρι και σκεπάζει τους κουρασμένους του ώμους.
- Άχ, Γιωργάρα παλιοπαλίκαρο... πως κατάντησες μωρέ!... μονολόγησε και κούνησε το κεφάλι του.
Ύστερα διορθώνοντας τα γυαλιά του, έστρεψε προς τη χαμοκέλα, που η γριά του η Αλέξω τρωγόταν με τα ζωντανά, τις κότες και το γάιδαρο... Έκαμε μια γκριμάτσα και ξανά μονολόγησε.
- Ας την αδικία παλιόγρια ντε... και συμπλήρωσε υψώνοντας τη φωνή του.
- Απαράτατα πια μωρή Αλέξω..
Ξανά ηρέμισε και συνέχισε τις σκέψεις του τηράγοντας κατά τις Κοπρισιές. Το βλέμμα του ροβόλησε και στάθηκε στη φυτεία, στο πάνω μέρος τ' αμπελιού.
Πόσο ιδρώτα είχε χύσει σε κείνη τη φυτεία.. Τρία χρόνια ξεχέρσωνε τον τόπο, έκοβε τα πουρνάρια και τις πατουκλιές, ύστερα έβγανε τις ρίζες και έσκαβε βαθιά όσο μπορούσε το χώμα... Μετά άρχιζε το φύτεμα.
Διάλεγε βέργες από καλά σοϊλίτικα κλήματα, ασπρούδι, χοντρορόγικο, μαυρούδι, αλουπού και κοκκινούδι.
Πέρασε καιρός για να καρπίσει. Μα σαν τρύγησε για πρώτη χρονιά κι ύστερα έγινε το κρασί, σήκωσε το ποτήρι του ψηλά και τηράγοντας το χρώμα του, είπε στο συντοπίτη, σύντροφο και συμπολεμιστή του Χατζή.
- Κόκκινο σαν το αίμα που χύσαμε για τ η λευτεριά τούτης γης Χρήστο!... Άντε γειά μας, κι αν χρειαστεί το ξαναχύνουμε!..
Πέρασε τη ζωή του ο Γιωργάρας, πολεμώντας τους εχτρούς στα βουνά και σκάβοντας τη γης στους κάμπους...
Κι όμως, ανάθρεψε με την Αλέξω πέντε παιδιά, άσκετα αν τα βουνά ήταν δίσβατα... και ο καρπός τούτης γης πικρός και λειψός...
Ετούτος και η γριά του τώρα, μόνοι κι έρημοι πιστοί φρουροί τούτου του τόπου...
Ο Γιωργάρας περνάει τις τελευταίες ώρες της ζωής του, αναπολώντας την ιστορία τούτης γης, την Αντίσταση και τις εξορίες του...
Η πολιτεία του 'κοψε και σύνταξη ΟΓΑ, χίλιες πεντακόσιες δραχμές το μήνα μαζί με της γυναίκας του...
Δυο μιστούς!...
*****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου